- ακαλαισθησία
- η [ακαλαίσθητος]η έλλειψη καλαισθησίας, καλού γούστου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακαλαισθησία — η κακογουστιά: Πάντα τη διέκρινε ακαλαισθησία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακαλαίσθητος — η, ο 1. όποιος δεν έχει καλαισθησία, δεν έχει την ικανότητα να ξεχωρίζει, να απολαμβάνει το πραγματικά ωραίο «ακαλαίσθητος άνθρωπος» 2. όποιος έχει κατασκευαστεί χωρίς καλαισθησία, ο άκομψος, ο κακότεχνος «ακαλαίσθητο σπίτι». [ΕΤΥΜΟΛ. < α… … Dictionary of Greek
ξηροκακοζηλία — ξηροκακοζηλία, ἡ (Α) ξηρότητα, μονοτονία και ακαλαισθησία τού ύφους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + κακοζηλία «επιτήδευση»] … Dictionary of Greek
Ροζέττη — Γράφεται και Ρωζέττη. (Στα αραβικά Ρασίντ). Λέγεται και Ραχήτι (ov). Αιγυπτιακή πόλη χτισμένη στα παράλια της Μεσογείου, στην αριστερή όχθη του πιο δυτικού στομίου του Νείλου. Το 1799 ανακαλύφθηκε εκεί η περίφημη Στήλη της Ρ. Στην εκστρατεία του… … Dictionary of Greek
αμουσία — η απαιδευσία, ακαλαισθησία: Ήταν σ όλους γνωστός για την αμουσία του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αφιλόκαλος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν του αρέσει το ωραίο: Από το ντύσιμό της φαινόταν πως ήταν γυναίκα αφιλόκαλη. Ουσ. αφιλοκαλία, η ακαλαισθησία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κακογουστιά — η η έλλειψη καλού γούστου, η ακαλαισθησία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)